-
1 καρπούζι
[карпузи] ουσ. о. арбузΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > καρπούζι
-
2 арбуз
-
3 арбуз
бот. о υδροπέπων, разг. το καρπούζι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > арбуз
-
4 навырез
навырезнареч μέ δοκιμή, μέ τό μαχαίρι:купить арбу́з (дыню) \навырез ἀγοράζω καρπούζι (πεπόνι) μέ τό μαχαίρι. -
5 арбуз
[αρμποός] ουσ. α καρπούζι -
6 арбуз
[αρμποός] ουσ α καρπούζι -
7 арбуз
-а α.η καρπουζιάτο καρπούζι. -
8 выкатить
-ачу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выкаченный, βρ: -чен, -а, -о ρ.σ.μ.1. κυλώ προς τα έξω.2. περνώ γρήγορα•из-за угла -ил велосипед από τη γωνία βγήκε και πέρασε γρήγορα ένα ποδήλατο.
3. (απλ.) γουρλώνω τα μάτια.1. κυλώ, κυλιέμαι προς τα έξω•арбуз -лся из корзины το καρπούζι βγήκε και κύλισε έξω από το καλάθι.
2. εμφανίζομαι, προβάλλω, βγαίνω•поезд медленно -лся из-за поворота το τραίνο αργά πρόβαλε από τη στροφή.
|| μτφ. ξεφεύγω, ξεγλιστρώ, το σκάζω•мы поспешно -лись за дверь εμείς βιαστικά το σκάσαμε από την πόρτα.
3. (απλ) γουρλώνω τα μάτια. -
9 кавун
-έ. α. (διαλκ.) καρπούζι.
См. также в других словарях:
καρπούζι — το (λ. τουρκ.), ο καρπός του φυτού «υδροπέπων»: Το καρπούζι είναι υγιεινό φρούτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καρπούζι — το 1. βοτ. ο καρπός τής καρπουζιάς 2. ναυτ. ξύλινος ογκώδης δίσκος, περίπου στρογγυλός με 3 ή 4 οπές από τις οποίες διέρχονται σχοινιά, που χρησιμοποιείται στα ιστιοφόρα αντί για τρόχιλο στο τέντωμα ή δέσιμο τών ξαρτιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ.… … Dictionary of Greek
καρπουζιά — Φυτό της οικογένειας των κουκουρβιτιδών, από το οποίο παράγεται ο εδώδιμος καρπός καρπούζι. Η επιστημονική του ονομασία είναι κιτρούλλος ο κοινός. Είναι ετήσιο, ποώδες φυτό και καλλιεργείται σε πολλές περιοχές με θερμό κλίμα και ελαφρά, αμμουδερά … Dictionary of Greek
-άρα — μεγεθυντική κατάληξη θηλ. ουσιαστικών της Νέας Ελληνικής, που συνδέεται ετυμολογικά με την υποκοριστική κατάλ. άρι* των ουδ. ουσιαστ. Ειδικότερα, από ονόματα θηλυκά σε άρα της Αρχ. Ελληνικής, π.χ. καμάρα, κινάρα, εσχάρα, σχηματίστηκαν… … Dictionary of Greek
βούλλα — η (Μ βούλλα) 1. όργανο που φέρει στη μία επιφάνειά του ανάγλυφη ή έγγλυφη παράσταση και με το οποίο σφραγίζεται κάτι, σφραγίδα 2. το αποτύπωμα της σφραγίδας 3. επίσημο έγγραφο, σφραγισμένο με βούλλα ώστε να αποδεικνύεται η γνησιότητά του («παπική … Dictionary of Greek
ζυγίζω — και ζυγιάζω (Α ζυγίζω) [ζυγός] βρίσκω με τον ζυγό το βάρος ενός αντικειμένου και τό καθορίζω σε ορισμένα σταθμά, τό σταθμίζω («ζύγισέ μου το καρπούζι») νεοελλ. 1. εκτιμώ, κρίνω κάτι σε παραβολή με άλλα, αποδίδω σε κάτι την πρέπουσα σημασία 2.… … Dictionary of Greek
καρπουζάκι — το μικρό καρπούζι … Dictionary of Greek
κολοκύνθη — η (AM κολοκύνθη, Α και κολόκυντα και κολόκυνθα και αττ. τ. κολοκύντη) το φυτό κολοκυθιά μσν. αρχ. ο καρπός τού φυτού αυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ανήκει στην κατηγορία τών ονομάτων φυτών που εμφανίζουν επίθημα νθος, που ανήκει στο προελληνικό … Dictionary of Greek
τριόπης — ο, και τρίοπο, το, Ν ναυτ. ξύλινο σκεύος με τρείς οπές, από όπου περνάει το εντόνιο κάθε επιτόνου, κν. καρπούζι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + οπή] … Dictionary of Greek
υδροπέπων — όνος, ο, Ν (λόγιος τ.) 1. η καρπουζιά 2. το καρπούζι. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + πέπων] … Dictionary of Greek
χειμωνικός — ή, ό / χειμωνικός, ή, όν, ΝΑ [χειμών, ῶνος] νεοελλ. αυτός που γίνεται κατά τη διάρκεια τού χειμώνα 2. το ουδ. ως ουσ. το χειμωνικό το καρπούζι 3. παροιμ. α) «δύο χειμωνικά σε μια μασχάλη» λέγεται για όσους καταπιάνονται συγχρόνως με δύο δυσχερή… … Dictionary of Greek