Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

το καρπούζι

См. также в других словарях:

  • καρπούζι — το (λ. τουρκ.), ο καρπός του φυτού «υδροπέπων»: Το καρπούζι είναι υγιεινό φρούτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καρπούζι — το 1. βοτ. ο καρπός τής καρπουζιάς 2. ναυτ. ξύλινος ογκώδης δίσκος, περίπου στρογγυλός με 3 ή 4 οπές από τις οποίες διέρχονται σχοινιά, που χρησιμοποιείται στα ιστιοφόρα αντί για τρόχιλο στο τέντωμα ή δέσιμο τών ξαρτιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ.… …   Dictionary of Greek

  • καρπουζιά — Φυτό της οικογένειας των κουκουρβιτιδών, από το οποίο παράγεται ο εδώδιμος καρπός καρπούζι. Η επιστημονική του ονομασία είναι κιτρούλλος ο κοινός. Είναι ετήσιο, ποώδες φυτό και καλλιεργείται σε πολλές περιοχές με θερμό κλίμα και ελαφρά, αμμουδερά …   Dictionary of Greek

  • -άρα — μεγεθυντική κατάληξη θηλ. ουσιαστικών της Νέας Ελληνικής, που συνδέεται ετυμολογικά με την υποκοριστική κατάλ. άρι* των ουδ. ουσιαστ. Ειδικότερα, από ονόματα θηλυκά σε άρα της Αρχ. Ελληνικής, π.χ. καμάρα, κινάρα, εσχάρα, σχηματίστηκαν… …   Dictionary of Greek

  • βούλλα — η (Μ βούλλα) 1. όργανο που φέρει στη μία επιφάνειά του ανάγλυφη ή έγγλυφη παράσταση και με το οποίο σφραγίζεται κάτι, σφραγίδα 2. το αποτύπωμα της σφραγίδας 3. επίσημο έγγραφο, σφραγισμένο με βούλλα ώστε να αποδεικνύεται η γνησιότητά του («παπική …   Dictionary of Greek

  • ζυγίζω — και ζυγιάζω (Α ζυγίζω) [ζυγός] βρίσκω με τον ζυγό το βάρος ενός αντικειμένου και τό καθορίζω σε ορισμένα σταθμά, τό σταθμίζω («ζύγισέ μου το καρπούζι») νεοελλ. 1. εκτιμώ, κρίνω κάτι σε παραβολή με άλλα, αποδίδω σε κάτι την πρέπουσα σημασία 2.… …   Dictionary of Greek

  • καρπουζάκι — το μικρό καρπούζι …   Dictionary of Greek

  • κολοκύνθη — η (AM κολοκύνθη, Α και κολόκυντα και κολόκυνθα και αττ. τ. κολοκύντη) το φυτό κολοκυθιά μσν. αρχ. ο καρπός τού φυτού αυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ανήκει στην κατηγορία τών ονομάτων φυτών που εμφανίζουν επίθημα νθος, που ανήκει στο προελληνικό …   Dictionary of Greek

  • τριόπης — ο, και τρίοπο, το, Ν ναυτ. ξύλινο σκεύος με τρείς οπές, από όπου περνάει το εντόνιο κάθε επιτόνου, κν. καρπούζι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + οπή] …   Dictionary of Greek

  • υδροπέπων — όνος, ο, Ν (λόγιος τ.) 1. η καρπουζιά 2. το καρπούζι. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + πέπων] …   Dictionary of Greek

  • χειμωνικός — ή, ό / χειμωνικός, ή, όν, ΝΑ [χειμών, ῶνος] νεοελλ. αυτός που γίνεται κατά τη διάρκεια τού χειμώνα 2. το ουδ. ως ουσ. το χειμωνικό το καρπούζι 3. παροιμ. α) «δύο χειμωνικά σε μια μασχάλη» λέγεται για όσους καταπιάνονται συγχρόνως με δύο δυσχερή… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»